κοιλοφθαλμία — κοιλοφθαλμία, ἡ (Α) [κοιλόφθαλμος] το να έχει κάποιος κοίλα, βαθουλωτά μάτια … Dictionary of Greek
κοιλοφθαλμίαν — κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem acc sg (attic doric aeolic) κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμιᾶν — κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem gen pl (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc voc sg (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμιῶν — κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem gen pl κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc voc sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act neut nom/voc/acc sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek